- τεκτονεύει
- τεκτονεύωdo joiners' workpres ind mp 2nd sgτεκτονεύωdo joiners' workpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεκτονεύω — ΜΑ [τέκτων, ονος] 1. εργάζομαι ως τέκτων («δεῑ τοὺς τεκτονεύοντας μηκέτι φαίνεσθαι», Ήρων) 2. επεξεργάζομαι, κατασκευάζω κάτι («κυματουμένην τὴν γονὴν ἔνδον τεκτονεύει») … Dictionary of Greek